- φλεβογράφημα
- το -ατος (ιατρ.), διάγραμμα του φλεβικού σφυγμού, που γίνεται με φλεβογράφηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλεβογράφημα — το, Ν [φλεβογραφώ] ιατρ. διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού, που λαμβάνεται με φλεβογράφηση … Dictionary of Greek